- φυσημάτιον
- φυσημάτιονpetty conceitneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυσημάτιον — τὸ, Α [φύσημα, φυσήματος] 1. ελαφρό φύσημα 2. κάποια αλαζονεία, κάπως αλαζονική στάση … Dictionary of Greek
προσκαθίζω — Α [καθίζω] 1. κάθομαι κοντά 2. (για οίστρους και μέλισσες) εγκαθίσταμαι 3. (για μίγμα σε δοχείο) κατακάθομαι στον πυθμένα 4. σταματώ μπροστά σε μια πόλη και τήν πολιορκώ 5. μτφ. (για υπερηφάνεια) καταπέφτω («τὸ φυσημάτιον ἐκεῑνο ἐκεντήθη καὶ… … Dictionary of Greek